κρανένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρανένιος η κρανένια το κρανένιο
      γενική του κρανένιου της κρανένιας του κρανένιου
    αιτιατική τον κρανένιο την κρανένια το κρανένιο
     κλητική κρανένιε κρανένια κρανένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρανένιοι οι κρανένιες τα κρανένια
      γενική των κρανένιων των κρανένιων των κρανένιων
    αιτιατική τους κρανένιους τις κρανένιες τα κρανένια
     κλητική κρανένιοι κρανένιες κρανένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρανένιος < κράνο / κρανιά + -ένιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾaˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐νέ‐νι‐ος & κρα‐νέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

κρανένιος, -α, -ο[1] [2]

  1. που έχει φτιαχτεί από ξύλο κρανιάς
  2. που έχει παρασκευαστεί από κράνα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κρανένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)