λοβιτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοβιτούρα οι λοβιτούρες
      γενική της λοβιτούρας
    αιτιατική τη λοβιτούρα τις λοβιτούρες
     κλητική λοβιτούρα λοβιτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοβιτούρα < ρουμανική lovitură (κτύπημα) < lovi +‎ -tură < σλαβικής προέλευσης loviti < πρωτοσλαβική γλώσσα *loviti

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lo.viˈtu.ɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοβιτούρα θηλυκό

  1. μπάζα, κόλπο, κτύπημα
  2. απάτη ή άλλη ανήθικη πράξη με στόχο την κερδοσκοπία, καθώς και το κέρδος που κερδίζει κάποιος με τέτοιους τρόπους
     συνώνυμα: απατεωνιά
  3. (γενικότερα) κλοπή
  4. (κατ’ επέκταση) η χρηματιστηριακή απάτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]