μετάδοση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάδοση οι μεταδόσεις
      γενική της μετάδοσης* των μεταδόσεων
    αιτιατική τη μετάδοση τις μεταδόσεις
     κλητική μετάδοση μεταδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετάδοση < ελληνιστική κοινή μετάδοσις (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μετάδοσις < μεταδίδωμι < μετά + δίδωμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /meˈta.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τά‐δο‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετάδοση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]