μετεγχειρητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεγχειρητικός η μετεγχειρητική το μετεγχειρητικό
      γενική του μετεγχειρητικού της μετεγχειρητικής του μετεγχειρητικού
    αιτιατική τον μετεγχειρητικό τη μετεγχειρητική το μετεγχειρητικό
     κλητική μετεγχειρητικέ μετεγχειρητική μετεγχειρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεγχειρητικοί οι μετεγχειρητικές τα μετεγχειρητικά
      γενική των μετεγχειρητικών των μετεγχειρητικών των μετεγχειρητικών
    αιτιατική τους μετεγχειρητικούς τις μετεγχειρητικές τα μετεγχειρητικά
     κλητική μετεγχειρητικοί μετεγχειρητικές μετεγχειρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεγχειρητικός < μετ- + εγχειρητικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική postoperative[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική postopératoire[1] [2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.teŋ.çi.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τεγ‐χει‐ρη‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

μετεγχειρητικός, -ή, -ό

  • (ιατρική) που αναφέρεται στην περίοδο μετά την εγχείρηση
    οι επεμβάσεις κοσμητικής χειρουργικής πρέπει να έχουν ελάχιστο έως καθόλου μετεγχειρητικό πόνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 μετεγχειρητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μετεγχειρητικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)