μισθωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μισθωτής | οι | μισθωτές |
γενική | του | μισθωτή | των | μισθωτών |
αιτιατική | τον | μισθωτή | τους | μισθωτές |
κλητική | μισθωτή | μισθωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μισθωτής < αρχαία ελληνική μισθωτής < μισθόω + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μισθωτής αρσενικό (θηλυκό μισθώτρια)
- (νομικός όρος) αυτός που μισθώνει, που πληρώνει ενοίκιο για κάτι
- ≈ συνώνυμα: ο ενοικιαστής
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις μισθώνω και μισθός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μισθωτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)