μονομεταλλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονομεταλλισμός οι μονομεταλλισμοί
      γενική του μονομεταλλισμού των μονομεταλλισμών
    αιτιατική τον μονομεταλλισμό τους μονομεταλλισμούς
     κλητική μονομεταλλισμέ μονομεταλλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονομεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monométallisme < αρχαία ελληνική μόνος + μέταλλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονομεταλλισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]