μορφωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφωτικός < μόρφωση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /moɾ.fo.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
μορφωτικός, -ή, -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή που συντελεί σε αυτήν παρέχοντας γνώσεις
- μορφωτικό ίδρυμα, μορφωτικό επίπεδο