μπλοκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλοκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπλοκάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπλοκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπλοκάρω