μπλόκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλόκο τα μπλόκα
      γενική του μπλόκου των μπλόκων
    αιτιατική το μπλόκο τα μπλόκα
     κλητική μπλόκο μπλόκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλόκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική blocco < γαλλική bloc < μέση ολλανδική blok < παλαιά ολλανδικά *blok < πρωτογερμανική *blukką < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰulǵ- < *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unblock)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈblo.ko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπλόκο ουδέτερο (και μπλόκος αρσενικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]