μπρούμυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μπρούμυτος, -η, -ο
- με το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το έδαφος, προς τα κάτω
- Ο Mακρέι, που είχε χάσει την ισορροπία του και έπεφτε μπρούμυτος στο παρκέ, νόμιζε ότι το λέι-απ ήταν αστοχο και τραβούσε τα μαλλιά που δεν έχει! (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπρούμυτα