νταραβέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταραβέρι | τα | νταραβέρια |
γενική | του | νταραβεριού | των | νταραβεριών |
αιτιατική | το | νταραβέρι | τα | νταραβέρια |
κλητική | νταραβέρι | νταραβέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταραβέρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική dare avere (δοῦναι-λαβεῖν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταραβέρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η εμπορική δοσοληψία, η συναλλαγή
- (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η σχέση οικειότητας
- (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η κίνηση, η φασαρία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)