οικονομολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οικονομολόγος οι οικονομολόγοι
      γενική του/της οικονομολόγου των οικονομολόγων
    αιτιατική τον/την οικονομολόγο τους/τις οικονομολόγους
     κλητική οικονομολόγε οικονομολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικονομολόγος < απόδοση για τη γαλλική économiste < économ(ie) + -iste < αρχαία ελληνική οἰκονομ(ία) + -ιστής.[1] Αναλύεται σε οικο- + -νομ(ία) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικονομολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]