παραβατικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- παραβατικότητα < παραβατικ(ός) + -ότητα (> -ότης) → δείτε τη λέξη παράβαση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.va.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐βα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραβατικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη παράβαση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραβατικότητα