πατριδοκάπηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πατριδοκάπηλος, -η, -ο
- που εκμεταλλεύεται τις αξίες και τα ιδανικά της πατρίδας για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατριδοκάπηλος | οι | πατριδοκάπηλοι |
γενική | του | πατριδοκάπηλου & πατριδοκαπήλου |
των | πατριδοκάπηλων & πατριδοκαπήλων |
αιτιατική | τον | πατριδοκάπηλο | τους | πατριδοκάπηλους & πατριδοκαπήλους |
κλητική | πατριδοκάπηλε | πατριδοκάπηλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πατριδοκάπηλος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατριδοκάπηλος
|
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)