περίμετρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίμετρος οι περίμετροι (περίμετρες)
      γενική της περιμέτρου των περιμέτρων
    αιτιατική την περίμετρο τις περιμέτρους (περίμετρες)
     κλητική περίμετρε (περίμετρο) περίμετροι (περίμετρες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίμετρος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίμετρος (εννοείται: γραμμή) → δείτε  περί-, μέτρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.me.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐με‐τρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίμετρος θηλυκό (γεωμετρία)

  1. η γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
  2. το μήκος αυτής της γραμμής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μέτρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα