πεφωτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεφωτισμένος < αρχαία ελληνική πεφωτισμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
πεφωτισμένος (λόγιο)
- αυτός που έχει φωτιστεί, που λάμπει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεφωτισμένος < φαίνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
πεφωτισμένος αρσενικό, (θηλυκό πεφωτισμένη, ουδέτερο πεφωτισμένον)
- → δείτε τη λέξη φαίνομαι