πιθανότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιθανότητα < αρχαία ελληνική πιθανότης < από το θέμα -πιθ- του β΄αορ. του πείθω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.θaˈno.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιθανότητα θηλυκό
- μέτρο πραγματοποίησης ενός ενδεχομένου• ποσοστό ισχύος της δυνητικότητας πραγμάτωσης. Η πιθανότητα είναι 1 αν θα συμβεί το ενδεχόμενο και 0 αν δεν θα συμβεί, ενώ αν είται θα συμβεί είται όχι, τότε η πιθανότητα ισούται με ενδιάμεσες τιμές. Αν ένα πείραμα τύχης επαναληφθεί άπειρες φορές, τότε η πιθανότητα ισούται με τη σχετική συχνότητα του συγκεκριμένου ενδεχομένου.
- (μαθηματικά)(αυστηρός ορισμός) Υπάρχουν δύο ορισμοί για την πιθανότητα, ο δεύτερος είναι ειδική περίπτωση του πρώτου και προτιμάται για τυχαίες περιπτώσεις. Και οι δύο αναφέρονται σε ένα πείραμα τύχης:
- (Αξιωματικός ορισμός) Πιθανότητα είναι η συνάρτηση P, με πεδίο ορισμού ένα δειγματικό χώρο Ω (του πειράματος τύχης) για την οποία ισχύουν οι εξείς ιδιότητες:
- P(Ω)=1
- P(AUB)=P(A)+P(B), για κάθε Α,Β που είναι ξένα μεταξύ τους
- (Κλασσικός ορισμός) Πιθανότητα είναι η συνάρτηση P, με πεδίο ορισμού ένα δειγματικό Ω (του πειράματος τύχης), η οποία ισούται με το κλάσμα με αριθμητή τον αριθμό των ευνοϊκών απλών ενδεχομένων και παρονομαστή τον αριθμό όλων των απλών ενδεχομένων.
- (Αξιωματικός ορισμός) Πιθανότητα είναι η συνάρτηση P, με πεδίο ορισμού ένα δειγματικό χώρο Ω (του πειράματος τύχης) για την οποία ισχύουν οι εξείς ιδιότητες:
- κβαντισμός αβεβαιότητας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη πιθανός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιθανότητα
|