πιλοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιλοτικός < πιλότος
Επίθετο[επεξεργασία]
πιλοτικός, -ή, -ό
- που λειτουργεί ως πιλότος (οδηγός, πρότυπο) για την ευρύτερη εφαρμογή ενός προγράμματος, συστήματος, διαδικασίας
- πιλοτικό μοντέλο θεάτρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πιλότος