πνιγηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πνιγηρός | η | πνιγηρή | το | πνιγηρό |
γενική | του | πνιγηρού | της | πνιγηρής | του | πνιγηρού |
αιτιατική | τον | πνιγηρό | την | πνιγηρή | το | πνιγηρό |
κλητική | πνιγηρέ | πνιγηρή | πνιγηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πνιγηροί | οι | πνιγηρές | τα | πνιγηρά |
γενική | των | πνιγηρών | των | πνιγηρών | των | πνιγηρών |
αιτιατική | τους | πνιγηρούς | τις | πνιγηρές | τα | πνιγηρά |
κλητική | πνιγηροί | πνιγηρές | πνιγηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνιγηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνιγηρός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pni.ʝiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνι‐γη‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
πνιγηρός, -ή, -ό
- που σε δυσκολεύει να αναπνεύσεις, που σε πνίγει
- ※ Ἐκάθησο παράφορος / Μὲ χέρια σταυρωμένα, / Κ’ εἶχες τὰ χείλη σπαίροντα, / Τὰ λόγια πνιγηρά. (Γεώργιος Ζαλοκώστας, Ωδή επιθανάτιος, 1850)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πνιγηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)