προηγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του προάγομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
προηγμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης, προόδου
- οι προηγμένες τεχνολογικά χώρες της Ευρώπης
- τα προηγμένα κράτη στήριξαν την ανάπτυξή τους στον τρίτο κόσμο