πρωτολογισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτολογισμός < πρώτος + -ο- + λόγος + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protologism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτολογισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) λέξη που επινοήθηκε από κάποιον ομιλητή και δεν είναι ευρύτερα γνωστή ή -ενδεχομένως- κατανοητή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ως πρωτολογισμός νοείται λέξη που αποτελεί προσωπική επινόηση ενός ομιλητή, δεν γίνεται κατανοητή από το σύνολο της γλωσσικής κοινότητας ούτε είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η χρήση της. Υπ' αυτή την έννοια οι πρωτολογισμοί δεν καταγράφονται στο Βικιλεξικό. (Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτολογισμός
|