ραβδοσκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾa.vðoˈsko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐βδο‐σκό‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβδοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό[2]
- (επάγγελμα) που προσπαθεί να εντοπίσει υπόγεια ύδατα ή μεταλλεύματα από την κίνηση της παραμίνας, μιας ράβδου που κρατά στο χέρι
- ※ Είχαν φωνάξει το γερο-ραβδοσκόπο να τους πει πού να χτυπήσουν τη γη για νερό. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: υδροσκόπος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ραβδοσκόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)