σοφολογιώτατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοφολογιώτατος, μαρτυρείται από το 1811 σε αρχείο του πατριαρχίου Κωνσταντινουπόλεως [1] < αρχαία ελληνική σοφός + λογιώτατος, υπερθετικός βαθμός του λόγιος
Επίθετο[επεξεργασία]
σοφολογιώτατος, -η, -ον
- (καθαρεύουσα) παρωχημένη γραφή του σοφολογιότατος
Κλίση[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 917, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου