στούμπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στούμπος οι στούμποι
      γενική του στούμπου των στούμπων
    αιτιατική τον στούμπο τους στούμπους
     κλητική στούμπο
& στούμπε
στούμποι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στούμπος < (όψιμο) μεσαιωνική ελληνική στοῦμπος / στόμπος[1] < πρωτοσλαβική *stǫpa (είδος γουδιού ή μύλου) < πρωτογερμανική *stampōną (πιέζω, συμπιέζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stembʰ- (ποδοπατώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstum.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στού‐μπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στούμπος αρσενικό

  1. γουδοχέρι
  2. μεγάλη πέτρα, κοτρόνα
  3. (μεταφορικά) κοντόχοντρος άνθρωπος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.