στρογγυλοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρογγυλοπρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρογγυλοπρόσωπος[1] (συγχρονικά αναλύεται σε στρογγυλ(ός) + -ο- + πρόσωπ(ο) + -ος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟi.loˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρογ‐γυ‐λο‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο[επεξεργασία]
στρογγυλοπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει στρογγυλό πρόσωπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις στρογγυλός και πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρογγυλοπρόσωπος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στρογγυλοπρόσωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)