συνεσφιγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεσφιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσφίγγομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ne.sfiɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐σφιγ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεσφιγμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσφίγγομαι
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεσφιγμένος
|