συνιστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συνιστῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνιστώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνιστῶ < συνίστημι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.niˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νι‐στώ

Ρήμα 1[επεξεργασία]

συνιστώ, αόρ.: συνέστησα/σύστησα, παθ.φωνή: συνιστώμαι, π.αόρ.: συστάθηκα, μτχ.π.π.: συστημένος

  1. ιδρύω, εγκαθιδρύω, εδραιώνω, συγκροτώ, θεσμοθετώ
    Συστήσανε μαζί μια εταιρεία, αλλά δεν πήγε καλά η συνεργασία τους.
  2. προτείνω, υποδεικνύω, συμβουλεύω, προτρέπω
    σας συνιστώ αυτό το προϊόν
    σας συνιστώ να απευθυνθείτε σε δικηγόρο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα 2[επεξεργασία]

συνιστώ, παθ.φωνή: συνίσταμαι (μόνο στο ενεστωτικό θέμα)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]