σύναξις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σύναξις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σύναξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύναξις θηλυκό
- (εκκλησιαστικός όρος) σύναξη· θρησκευτική συνάθροιση, όπως η συγκέντρωση μοναχών ή η ακολουθία [1]
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- συνάξεως (γενική ενικού)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. συναξάρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- σύναξις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύναξῐς | αἱ | συνάξεις | ||||
γενική | τῆς | συνάξεως | τῶν | συνάξεων | ||||
δοτική | τῇ | συνάξει | ταῖς | συνάξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σύναξῐν | τὰς | συνάξεις | ||||
κλητική ὦ! | σύναξῐ | συνάξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνάξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συναξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σύναξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνάγω, συναγ- -σις > -ξις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύναξις, -εως θηλυκό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις συνάγω, σύν και ἄγω
Πηγές[επεξεργασία]
- σύναξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύν- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ξις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα σύν- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ξις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)