ταυτόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταὐτόφωνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτόφωνος η ταυτόφωνη το ταυτόφωνο
      γενική του ταυτόφωνου της ταυτόφωνης του ταυτόφωνου
    αιτιατική τον ταυτόφωνο την ταυτόφωνη το ταυτόφωνο
     κλητική ταυτόφωνε ταυτόφωνη ταυτόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτόφωνοι οι ταυτόφωνες τα ταυτόφωνα
      γενική των ταυτόφωνων των ταυτόφωνων των ταυτόφωνων
    αιτιατική τους ταυτόφωνους τις ταυτόφωνες τα ταυτόφωνα
     κλητική ταυτόφωνοι ταυτόφωνες ταυτόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτόφωνος < ελληνιστική κοινή ταὐτόφωνος < αρχαία ελληνική ταὐτός + φωνή

Επίθετο[επεξεργασία]

ταυτόφωνος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]