τζαμωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τζαμωτός η τζαμωτή το τζαμωτό
      γενική του τζαμωτού της τζαμωτής του τζαμωτού
    αιτιατική τον τζαμωτό την τζαμωτή το τζαμωτό
     κλητική τζαμωτέ τζαμωτή τζαμωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τζαμωτοί οι τζαμωτές τα τζαμωτά
      γενική των τζαμωτών των τζαμωτών των τζαμωτών
    αιτιατική τους τζαμωτούς τις τζαμωτές τα τζαμωτά
     κλητική τζαμωτοί τζαμωτές τζαμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαμωτός < τζάμι + -ωτός < τουρκική cam

Επίθετο[επεξεργασία]

τζαμωτός

  1. που αποτελείται ή καλύπτεται από τζάμι(α)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τζαμωτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]