υπόγρυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόγρυπος < ελληνιστική κοινή ὑπόγρυπος < ὑπό + αρχαία ελληνική γρῡπός
Επίθετο[επεξεργασία]
υπόγρυπος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει κάπως γαμψή μύτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόγρυπος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)