φέγγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέγγος | ||
γενική | του | φέγγους | ||
αιτιατική | το | φέγγος | ||
κλητική | φέγγος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φέγγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φέγγος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfeŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέγ‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φέγγος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λογοτεχνικό)
- το φως του φεγγαριού και των αστεριών
- ανταύγεια
- (θωπευτικό, χαϊδευτικό, γλυκόλογο)
- είσαι το φέγγος των ματιών μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φέγγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)