φαντασιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασιακός η φαντασιακή το φαντασιακό
      γενική του φαντασιακού της φαντασιακής του φαντασιακού
    αιτιατική τον φαντασιακό τη φαντασιακή το φαντασιακό
     κλητική φαντασιακέ φαντασιακή φαντασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασιακοί οι φαντασιακές τα φαντασιακά
      γενική των φαντασιακών των φαντασιακών των φαντασιακών
    αιτιατική τους φαντασιακούς τις φαντασιακές τα φαντασιακά
     κλητική φαντασιακοί φαντασιακές φαντασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

φαντασιακός < φαντασί(α) + -ακός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική imaginaire[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fan.da.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐ντα‐σι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

φαντασιακός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. φαντασία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φαντασιακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)