φαρμακοκινητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακοκινητικός < φαρμακοκινητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacokinetics < φάρμακο + κινητική
Επίθετο[επεξεργασία]
φαρμακοκινητικός, -ή, -ό
- σχετικός με την επιστήμη της φαρμακοκινητικής, που σχετίζεται με τον τρόπο που ουσιαστικά κινείται ένα φάρμακο στον οργανισμό, με τον τρόπο που μεταβολίζεται, που κατανέμεται στους ιστούς και που τελικά αποβάλλεται
- o φαρμακοκινητικός μηχανισμός απορρόφησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αποτελεσματικότητα αλλά και την ασφάλεια του φαρμάκου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φαρμακοκινητική επιστήμη
- φαρμακοκινητικά (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακοκινητικός