χαμαιτυπείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμαιτυπείο τα χαμαιτυπεία
      γενική του χαμαιτυπείου των χαμαιτυπείων
    αιτιατική το χαμαιτυπείο τα χαμαιτυπεία
     κλητική χαμαιτυπείο χαμαιτυπεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμαιτυπείο < (ελληνιστική κοινήχαμαιτυπεῖον < χαμαιτύπη (=πόρνη) < αρχαία ελληνική χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, από τον οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμαιτυπείο ουδέτερο

  1. (λόγιο) πορνείο, οίκος ανοχής, μπουρδέλο
  2. (συνεκδοχικά) στέκι παράνομων ή ανήθικων ατόμων
  3. (μεταφορικά) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή συλλόγου ατόμων ως ανήθικης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]