χούφταλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χούφταλο τα χούφταλα
      γενική του χούφταλου των χούφταλων
    αιτιατική το χούφταλο τα χούφταλα
     κλητική χούφταλο χούφταλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. από το ουσιαστικό χούφτα
  2. ή από το ρήμα κύπτω (Χατζιδάκις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χούφταλο ουδέτερο

Αυτός ο κάποτε ρωμαλέος άντρας δεν ήταν πια παρά ένα χούφταλο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]