ψωροκακόμοιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωροκακόμοιρος η ψωροκακόμοιρη το ψωροκακόμοιρο
      γενική του ψωροκακόμοιρου της ψωροκακόμοιρης του ψωροκακόμοιρου
    αιτιατική τον ψωροκακόμοιρο την ψωροκακόμοιρη το ψωροκακόμοιρο
     κλητική ψωροκακόμοιρε ψωροκακόμοιρη ψωροκακόμοιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωροκακόμοιροι οι ψωροκακόμοιρες τα ψωροκακόμοιρα
      γενική των ψωροκακόμοιρων των ψωροκακόμοιρων των ψωροκακόμοιρων
    αιτιατική τους ψωροκακόμοιρους τις ψωροκακόμοιρες τα ψωροκακόμοιρα
     κλητική ψωροκακόμοιροι ψωροκακόμοιρες ψωροκακόμοιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωροκακόμοιρος < ψώρα + -ο- + κακόμοιρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψωροκακόμοιρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]