στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Sofianagn (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{=el=}}
{{el-κλίσ-'καλός'|στερητικ}}
{{προσχέδιο}}


{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{προσχέδιο-ετυμ}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στέρηση]]
{{-προφ-}}
: {{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|stɛ.ɾi.ti.'kɔs]]/ {{α}}
: {{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|stɛ.ɾi.ti.'ci]]/ {{θ}}
: {{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|stɛ.ɾi.ti.'kɔ]]/ {{ο}}
{{-επιθ-|el}}
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό'''
# που έχει σχέση με τη [[στέρηση]]
* {{προσχέδιο-ορισμ}} <!-- Βγάλτε το πρότυπο και γράψτε τον ορισμό -->
# που προκαλεί στέρηση
: <!-- ''Πρόταση-παράδειγμα.'' -->
# (''ιατρική'') που οφείλεται σε στέρηση:
#:* [[στερητική νόσος]]
#:* [[στερητικό σύνδρομο]]
# (''γλωσσολογία'') '''στερητικό [[μόριο]]''': το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν [[άρνηση]], [[έλλειψη]] ή [[στέρηση]] αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό


<!-- {{-συγγ-}}
{{-συγγ-}}
* [[στερημένος]]
* [[]] -->
* [[στέρηση]]
* [[στερώ]] και [[στερούμαι]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}

Αναθεώρηση της 12:05, 25 Μαρτίου 2008

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερητικός η στερητική το στερητικό
      γενική του στερητικού της στερητικής του στερητικού
    αιτιατική τον στερητικό τη στερητική το στερητικό
     κλητική στερητικέ στερητική στερητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερητικοί οι στερητικές τα στερητικά
      γενική των στερητικών των στερητικών των στερητικών
    αιτιατική τους στερητικούς τις στερητικές τα στερητικά
     κλητική στερητικοί στερητικές στερητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

στερητικός < στέρηση

Πρότυπο:-προφ-

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /stɛ.ɾi.ti.'kɔs/ αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /stɛ.ɾi.ti.'ci/ θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /stɛ.ɾi.ti.'kɔ/ ουδέτερο

Πρότυπο:-επιθ- στερητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη στέρηση
  2. που προκαλεί στέρηση
  3. (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
  4. (γλωσσολογία) στερητικό μόριο: το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν άρνηση, έλλειψη ή στέρηση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-μτφ-