Σίσυφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σίσυφος οι Σίσυφοι
      γενική του Σισύφου
Σίσυφου
των Σισύφων
    αιτιατική τον Σίσυφο τους Σισύφους
Σίσυφους
     κλητική Σίσυφε Σίσυφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σίσυφος < αρχαία ελληνική Σίσυφος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σίσυφος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
Σῑσῠφο-
ονομαστική Σίσυφος
      γενική τοῦ Σισύφου
      δοτική τῷ Σισύφ
    αιτιατική τὸν Σίσυφον
     κλητική ! Σίσυφε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σίσυφος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σίσυφος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) γνωστός από την τιμωρία του στον Άδη, να κουβαλάει ένα βράχο στη κορυφή βουνού που όμως πάντα κυλούσε στην αρχική του θέση
    Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 153
    Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 593
  2. ανδρικό όνομα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]