Σίσυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σίσυφος | οι | Σίσυφοι |
γενική | του | Σισύφου & Σίσυφου |
των | Σισύφων |
αιτιατική | τον | Σίσυφο | τους | Σισύφους & Σίσυφους |
κλητική | Σίσυφε | Σίσυφοι | ||
όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σίσυφος < αρχαία ελληνική Σίσυφος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σίσυφος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σίσυφος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σίσυφος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σίσυφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)