Σαρόγλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σαρόγλειο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Σαρόγλου οι Σαρόγλοι
Σαρογλαίοι
οι Σαρόγλου
      γενική του/της Σαρόγλου των Σαρόγλων
Σαρογλαίων
των Σαρόγλου
    αιτιατική τον/τη Σαρόγλου τους Σαρόγλους
Σαρογλαίους
τους/τις Σαρόγλου
     κλητική Σαρόγλου Σαρόγλοι
Σαρογλαίοι
Σαρόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαρόγλου < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈɾo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σα‐ρό‐γλου

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σαρόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]