αγοραστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγοραστός < ρηματικό επίθετο από το ρήμα αγοράζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρα‐στός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγοραστός -ή -ό
- που αγοράστηκε, αγορασμένος
- αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό
- (συνεκδοχικά) ετοιματζίδικος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αγοραστός (όνομα, επώνυμο)