χειροποίητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροποίητος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική χειροποίητος, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική handmade[1]. Δείτε χειρο-, και το αρχαίο ποιητός, ποιέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.ɾɔˈpi.i.tɔs/
- συλλαβισμός : χει‐ρο‐ποί‐η‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
χειροποίητος, -η, -ο
- δουλεμένος, κατασκευασμένος στο χέρι, όχι από μηχανή
- ↪ χειροποίητο πουλόβερ, πλεγμένο στο χέρι, χειροποίητο ψωμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «χειροποίητος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χειροποίητος < (χείρ) χειρο- + ποιητός (ποιέω)
Επίθετο[επεξεργασία]
χειροποίητος, -ος, -ον
- που είναι έργο ανθρώπου, ούτε της φύσης ούτε των θεών
- ※ θέλοντες φόβῳ τῶν ἔξωθεν ἐφόδων καταράκτας χειροποιήτους κατεσκευάκεισαν (Στράβων)
- ※ ὁδὸς δὲ μία ὁρωμένη ἦν ἄγουσα ἄνω ὥσπερ χειροποίητος: ταύτῃ ἐπειρῶντο διαβαίνειν οἱ Ἕλληνες (Ξενοφών)
- ※ ὅτι δὲ χειροποίητος ἐστὶ η λίμνη καὶ ὀρυκτή, αὐτὴ δηλοῖ: ἐν γὰρ μέσῃ τῇ λίμνῃ μάλιστά κῃ ἑστᾶσι δύο πυραμίδες, τοῦ ὕδατος ὑπερέχουσαι πεντήκοντα ὀργυιὰς ἑκατέρη, καὶ τὸ κατ᾽ ὕδατος οἰκοδόμηται ἕτερον τοσοῦτο
- (και ότι αυτή η λίμνη είναι ανθρώπινο έργο και είναι σκαμμένη, γίνεται φανερό από το εξής: σχεδόν στο κέντρο της υψώνονται δύο πυραμίδες που το ύψος τους πάνω από το νερό είναι πενήντα οργιές όμως άλλο τόσο είναι και το χτισμένο μέρος τους κάτω από το νερό - Ηρόδοτος, Ιστορίαι)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «χειροποίητος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χειροποίητος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χειρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χειρο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)