αεριοστροβιλωθητήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριοστροβιλωθητήρας οι αεριοστροβιλωθητήρες
      γενική του αεριοστροβιλωθητήρα των αεριοστροβιλωθητήρων
    αιτιατική τον αεριοστροβιλωθητήρα τους αεριοστροβιλωθητήρες
     κλητική αεριοστροβιλωθητήρα αεριοστροβιλωθητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεριοστροβιλωθητήρας < αεριοστρόβιλος + ωθητήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική jet engine)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεριοστροβιλωθητήρας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]