αθεώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθεώρητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθεώρητος (= που δεν ελέγχθηκε επιστημονικά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.θeˈo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θε‐ώ‐ρη‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αθεώρητος, -η, -ο
- που δεν έχει ελεγχθεί από επίσημη αρχή για να γνωστοποιηθεί ή να εγκριθεί
- ⮡ η άδεια κυκλοφορίας του μοτοποδηλάτου σας είναι αθεώρητη από το 2000 οπότε πρέπει να σας κόψω κλήση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθεώρητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)