ακτινοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινοφόρος < ακτίν(α) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική ἀκτινοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτινοφόρος αρσενικό
- (ζωολογία): είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου
Επίθετο[επεξεργασία]
ακτινοφόρος, -ος ή -α, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)