Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλλούβιος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλούβιος η αλλούβια
& αλλούβιος
το αλλούβιο
      γενική του αλλούβιου
& αλλουβίου
της αλλούβιας
& αλλουβίου
του αλλούβιου
& αλλουβίου
    αιτιατική τον αλλούβιο την αλλούβια
& αλλούβιο
το αλλούβιο
     κλητική αλλούβιε αλλούβια
& αλλούβιε
αλλούβιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλούβιοι οι αλλούβιες
& αλλούβιοι
τα αλλούβια
      γενική των αλλούβιων
& αλλουβίων
των αλλούβιων
& αλλουβίων
των αλλούβιων
& αλλουβίων
    αιτιατική τους αλλούβιους
& αλλουβίους
τις αλλούβιες
& αλλουβίους
τα αλλούβια
     κλητική αλλούβιοι αλλούβιες
& αλλούβιοι
αλλούβια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλούβιος < (λόγιο δάνειο) λατινική alluvius  δείτε και το αγγλικό alluvial

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈlu.vi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλλούβιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αλλούβιος, -α/ος, -o [1]

  1. (γεωλογία) που σχετίζεται με το αλλούβιο
      αλλούβιο υλικό προσχώματος, αλλούβια απόθεση
  2. (γεωλογία) που σχετίζεται με το Αλλούβιο, την Ολόκαινο ή Αλλούβια εποχή

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη αλλούβιο (καθαρεύουσα): ἀλλούβιον

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αλλούβιος, -ος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    ΣτΕ: Ο Γεωργακάς δίνει τύπους -ος, -ος για το αρσενικό και θηλυκό, χωρίς ουδέτερο, και χωρίς τύπο -α για το θηλυκό.