αναμορφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναμορφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anamorphic < anamorph < ελληνιστική κοινή ἀναμορφόω < αρχαία ελληνική μορφή
Επίθετο[επεξεργασία]
αναμορφικός
- (οπτική, κινηματογράφος) (για φακούς) που δημιουργεί εικόνες με κάποιου είδους παραμόρφωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναμορφώνω, μορφώνω και μορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναμορφικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπτική (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)