αναμφίσημος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αναμφίσημος, -η, -ο
- που δεν αμφισβητείται
- Η αναμφίσημη απόδοση των στοιχείων ταυτοποίησης προσώπου στα ίδια τα πρόσωπα θα απαιτούσε πολύ υψηλό επίπεδο ελέγχου (τουλάχιστον επίπεδο 4), πράγμα που δεν συμβιβάζεται με τη χρήση διαφόρων επιπέδων ελέγχου ασφάλειας. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναμφίσημα
- → δείτε τις λέξεις αμφίσημος, αμφί και σήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναμφίσημος