αναμφίσημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμφίσημος η αναμφίσημη το αναμφίσημο
      γενική του αναμφίσημου της αναμφίσημης του αναμφίσημου
    αιτιατική τον αναμφίσημο την αναμφίσημη το αναμφίσημο
     κλητική αναμφίσημε αναμφίσημη αναμφίσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμφίσημοι οι αναμφίσημες τα αναμφίσημα
      γενική των αναμφίσημων των αναμφίσημων των αναμφίσημων
    αιτιατική τους αναμφίσημους τις αναμφίσημες τα αναμφίσημα
     κλητική αναμφίσημοι αναμφίσημες αναμφίσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναμφίσημος < αν- + αμφίσημος

Επίθετο[επεξεργασία]

αναμφίσημος, -η, -ο

  • που δεν αμφισβητείται
    Η αναμφίσημη απόδοση των στοιχείων ταυτοποίησης προσώπου στα ίδια τα πρόσωπα θα απαιτούσε πολύ υψηλό επίπεδο ελέγχου (τουλάχιστον επίπεδο 4), πράγμα που δεν συμβιβάζεται με τη χρήση διαφόρων επιπέδων ελέγχου ασφάλειας. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]