αποδεχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδεχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αποδέχομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]αποδεχόμενος, -η, -ο
- αυτός που αποδέχεται κάτι
- Αποδεχόμενοι τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αποδέχτηκαν ουσιαστικά και συνταγματικές αλλαγές και εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας
- που γίνεται δεκτός για τα μίνιμουμ στάνταρτ που πληροί
- αποδεχόμενη μονάδα