απονευρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απονευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονευρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]απονευρωμένος, -η, -ο
- (ιατρική) που έχει απονευρωθεί, που έχει υποστεί απονεύρωση
- (μεταφορικά) που έχει χάσει τη ζωτικότητά του, που έχει εξασθενήσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απονευρώνω και νεύρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απονευρωμένος
|